Επιρρίπτω στα ουγγρικά
Μετάφραση: επιρρίπτω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tulajdonítható, felróható, tudható, tulajdoníthatók
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιρρίπτω
επιρρίπτω ευθύνες, επιρρίπτω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επιρρίπτω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επιπόλαια στα ουγγρικά - felszínesen, triviálisan, triviális, triviális módon, a triviális
- επιπόλαιος στα ουγγρικά - felszínes, sekély, frivol, felületes, hanyag, gondatlan
- επιρρεπής στα ουγγρικά - hajlamos, apt, lakás, az apt, találó
- επιρρηματικός στα ουγγρικά - határozói, határozói bővítmény, határozós, helyhatározói, a határozói
Τυχαίες λέξεις
Επιρρίπτω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tulajdonítható, felróható, tudható, tulajdoníthatók
Μεταφράσεις: tulajdonítható, felróható, tudható, tulajdoníthatók