Bekoren στα ελληνικά
Μετάφραση: bekoren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραβώ, προσελκύω, σαγηνεύω, ζωγραφίζω, επισύρω, δελεάζω, έλκω, μαγεύουν, μαγέψει, μαγέψουν, γοητεύσει, enchant
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bekonkelen στα ελληνικά - ίντριγκα, ίντριγκες, ίντριγκας, δολοπλοκία, δολοπλοκίας
- bekoorlijk στα ελληνικά - γοητευτικά, γοητευτικό, όμορφα, χαριτωμένα, γοητευτικό τρόπο
- bekorten στα ελληνικά - συντομεύω, κονταίνω, μικραίνω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, ...
- bekostigen στα ελληνικά - χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance
Τυχαίες λέξεις
Bekoren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραβώ, προσελκύω, σαγηνεύω, ζωγραφίζω, επισύρω, δελεάζω, έλκω, μαγεύουν, μαγέψει, μαγέψουν, γοητεύσει, enchant
Μεταφράσεις: τραβώ, προσελκύω, σαγηνεύω, ζωγραφίζω, επισύρω, δελεάζω, έλκω, μαγεύουν, μαγέψει, μαγέψουν, γοητεύσει, enchant