Lef στα ελληνικά

Μετάφραση: lef, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσωπο, θρασύτητα, μάγουλο, γενναιότητα, κύρος, θάρρος, αναίδεια, αντικρίζω, τόλμημα, αντιμετωπίζω, νεύρο, τόλμη, θράσος, κουράγιο, το θάρρος, θάρρους, σθένος
Lef στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • leest στα ελληνικά - μέση, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
  • leeuwerik στα ελληνικά - κορυδαλλός, Lark, Κορυδαλος, κορυδαλός, αφροντισία
  • legaal στα ελληνικά - νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικά, νομικές
  • legatie στα ελληνικά - πρεσβεία, πρεσβείας, διπλωματικά θέματα
Τυχαίες λέξεις
Lef στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσωπο, θρασύτητα, μάγουλο, γενναιότητα, κύρος, θάρρος, αναίδεια, αντικρίζω, τόλμημα, αντιμετωπίζω, νεύρο, τόλμη, θράσος, κουράγιο, το θάρρος, θάρρους, σθένος