Fundering στα ελληνικά
Μετάφραση: fundering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάθρο, ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος
Μεταφράσεις
- fundamenteel στα ελληνικά - θεμελιώδης, καρδινάλιος, κλειδί, κεντρικός, ουσιώδης, θεμελιωδών, θεμελιώδη, ...
- funderen στα ελληνικά - καθελκύω, βρήκα, διαπιστώνω, εκτοξεύω, εξαπολύω, καθιερώνω, ιδρύω, ...
- funest στα ελληνικά - μοιραίος, καταστροφική, καταστροφικές, Πολύ ωραία, καταστροφικό, καταστροφικά
- furie στα ελληνικά - στρίγγλα, μανία, οργή, Fury, μανίας, μένος
Τυχαίες λέξεις
Fundering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάθρο, ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος
Μεταφράσεις: βάθρο, ίδρυση, ίδρυμα, θεμέλιο, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος