Θριαμβευτικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: θριαμβευτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
triomfantelijk, zegevierend, triomfantelijke, triomferende, zegevierende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θριαμβευτικός
θριαμβευτικός συνώνυμα, θριαμβευτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θριαμβευτικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- θρησκευόμενος στα ολλανδικά - religieus, gelovig, godsdienstig, religieuze, godsdienstige, Religious
- θριαμβευτικά στα ολλανδικά - juichend, jubilantly, jubelend, triomfantelijk, juichende
- θριαμβεύω στα ολλανδικά - zege, overwinning, triomf, triomferen, zegevieren, zegepraal, victorie, ...
- θρυαλλίδα στα ολλανδικά - pit, kousje, lont, zekering, zekeringen, de zekering, zekering van, ...
Τυχαίες λέξεις
Θριαμβευτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: triomfantelijk, zegevierend, triomfantelijke, triomferende, zegevierende
Μεταφράσεις: triomfantelijk, zegevierend, triomfantelijke, triomferende, zegevierende