Ιδίως στα ολλανδικά

Μετάφραση: ιδίως, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inzonderheid, vooral, bijzonder, name, met name, het bijzonder
Ιδίως στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδίως

ιδίως λεξικο, ιδίως συνώνυμα, ιδίως συνώνυμο, ιδίως λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ιδίως στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ιατρός στα ολλανδικά - medicus, dokter, geneesheer, doctor, arts, de arts
  • ιδέα στα ολλανδικά - opvatting, schatting, waardering, voorstelling, impressie, belichting, achting, ...
  • ιδανικός στα ολλανδικά - ideaal, ideale, de ideale, geschikt
  • ιδεαλισμός στα ολλανδικά - idealisme, het idealisme
Τυχαίες λέξεις
Ιδίως στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inzonderheid, vooral, bijzonder, name, met name, het bijzonder