Ιδίως στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ιδίως, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
principalmente, sobretudo, particularmente, especialmente, particular, nomeadamente, especial
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδίως
ιδίως λεξικο, ιδίως συνώνυμα, ιδίως συνώνυμο, ιδίως λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ιδίως στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ιατρός στα πορτογαλικά - doca, escriba, médico, doutor, facultativo, médica, médicos, ...
- ιδέα στα πορτογαλικά - efeito, sensação, noticiar, conceito, impressão, noção, ideia, ...
- ιδανικός στα πορτογαλικά - ideal, ideais
- ιδεαλισμός στα πορτογαλικά - idealismo, o idealismo, do idealismo, idealism
Τυχαίες λέξεις
Ιδίως στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: principalmente, sobretudo, particularmente, especialmente, particular, nomeadamente, especial
Μεταφράσεις: principalmente, sobretudo, particularmente, especialmente, particular, nomeadamente, especial