Κέρμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: κέρμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
munt, penning, geldstuk, muntstuk, munten, coin, medaille
Κέρμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κέρμα

το κέρμα, κέρμα πεντακοσάρικο, κέρμα 500 δραχμές, κέρμα των 500 δραχμών, κέρμα ευρώ, κέρμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κέρμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κέρασμα στα ολλανδικά - versnapering, behandelen, snoepgoed, onderhandelen, trakteren, te behandelen, behandeling van, ...
  • κέρδος στα ολλανδικά - baat, gewin, verdienste, winst, profit, winst-, de winst, ...
  • κέρσορας στα ολλανδικά - cursor, de cursor, cursor te, cursorpositie, cursor naar
  • κέφι στα ολλανδικά - gemoedstoestand, schik, gloed, humeur, moreel, stemming, amusement, ...
Τυχαίες λέξεις
Κέρμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: munt, penning, geldstuk, muntstuk, munten, coin, medaille