Κατάδικος στα ολλανδικά
Μετάφραση: κατάδικος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veroordelen, dwangarbeider, veroordeelde, gevangene, veroordeel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάδικος
κατάδικος μου αθηνόραμα, καταδικός μου, κατάδικος ανδρέας ονουφρίου, κατάδικος σου, κατάδικοσ στίχοι, κατάδικος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατάδικος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καστανός στα ολλανδικά - bruin, bruine, brown
- κατά στα ολλανδικά - jegens, versus, tegenover, tegen, tegen de, tegen het, met
- κατάδυση στα ολλανδικά - duiken, duik, Dive
- κατάθεση στα ολλανδικά - akte, getuigschrift, getuigenis, testimonium, certificaat, attest, acte, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάδικος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: veroordelen, dwangarbeider, veroordeelde, gevangene, veroordeel
Μεταφράσεις: veroordelen, dwangarbeider, veroordeelde, gevangene, veroordeel