Κιμωλία στα ολλανδικά

Μετάφραση: κιμωλία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krijt, kalk, chalk
Κιμωλία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κιμωλία

κιμωλία γη, κιμωλία ευοσμος, κιμωλία μαλλιών, κιμωλία σύνταγμα, κιμωλία λάρισα, κιμωλία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κιμωλία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κιλό στα ολλανδικά - kilo, kg, kilogram
  • κιμάς στα ολλανδικά - fijnhakken, fijngemaakt, gehakt, fijngehakt, gehakte, van gehakt
  • κινηματογραφικός στα ολλανδικά - cinema, kina, filmkunst, bioscoop, film, movie, filmpje, ...
  • κινητικότητα στα ολλανδικά - mobiliteit, beweeglijkheid, de mobiliteit, mobiliteit van, de mobiliteit van
Τυχαίες λέξεις
Κιμωλία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: krijt, kalk, chalk