Κιμωλία στα πολωνικά

Μετάφραση: κιμωλία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chałka, kredka, kreda, kredy, chalk, kredą, kredę
Κιμωλία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κιμωλία

κιμωλία γη, κιμωλία ευοσμος, κιμωλία μαλλιών, κιμωλία σύνταγμα, κιμωλία λάρισα, κιμωλία λεξικό γλώσσας πολωνικά, κιμωλία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κιλό στα πολωνικά - kilogram, kilo, kg, kilograma
  • κιμάς στα πολωνικά - dreptać, przebierać, siekać, drobić, kruszyć, mielić, mleć, ...
  • κινηματογραφικός στα πολωνικά - kinematografia, kino, film, movie, filmu, filmów, filmowy
  • κινητικότητα στα πολωνικά - przenośność, mobilność, ruchliwość, manewrowość, Trenuj, mobilności, mobilnością
Τυχαίες λέξεις
Κιμωλία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: chałka, kredka, kreda, kredy, chalk, kredą, kredę