Κοιλότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: κοιλότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hol, put, vertrek, holte, gat, slaapkamer, kamer, lokaal, groef, groeve, kuil, uitholling, cavity, spouw, holle ruimte, caviteit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοιλότητα
στοματική κοιλότητα, περιτοναϊκή κοιλότητα, κοιλότητα αγγλικά, ρινική κοιλότητα, κοιλότητα της ρινός, κοιλότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοιλότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κοιλιά στα ολλανδικά - achterlijf, onderlijf, onderbuik, buik, de buik, buik van, belly
- κοιλιακός στα ολλανδικά - abdominaal, buik-, abdominale, buik, de buik
- κοιμάμαι στα ολλανδικά - maffen, slaap, slapen, de slaap, nachtrust, slaapstand
- κοινά στα ολλανδικά - gewoonlijk, commons, lagerhuis, het lagerhuis, gemeenschappelijke goederen
Τυχαίες λέξεις
Κοιλότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hol, put, vertrek, holte, gat, slaapkamer, kamer, lokaal, groef, groeve, kuil, uitholling, cavity, spouw, holle ruimte, caviteit
Μεταφράσεις: hol, put, vertrek, holte, gat, slaapkamer, kamer, lokaal, groef, groeve, kuil, uitholling, cavity, spouw, holle ruimte, caviteit