Κοιλότητα στα πολωνικά

Μετάφραση: κοιλότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kancelaria, zapadlina, sala, wnęka, izba, otwór, dziura, wydrążenie, pokój, komora, jama, wgłębienie, nocnik, ubytek, komnata, jamy
Κοιλότητα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοιλότητα

στοματική κοιλότητα, περιτοναϊκή κοιλότητα, κοιλότητα αγγλικά, ρινική κοιλότητα, κοιλότητα της ρινός, κοιλότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, κοιλότητα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κοιλιά στα πολωνικά - odwłok, podbrzusze, brzuch, brzucha, belly, brzuchu, boczku
  • κοιλιακός στα πολωνικά - brzuszny, brzucha, jamy brzusznej, brzusznej, brzuszna
  • κοιμάμαι στα πολωνικά - zaśnięcie, spać, odsypiać, wstrzymać, sypiać, pomieścić, sen, ...
  • κοινά στα πολωνικά - potocznie, średnio, zwykle, lud, fotografia, świetlicy, commons, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοιλότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kancelaria, zapadlina, sala, wnęka, izba, otwór, dziura, wydrążenie, pokój, komora, jama, wgłębienie, nocnik, ubytek, komnata, jamy