Λάμπα στα ολλανδικά

Μετάφραση: λάμπα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lamp, lampje, licht, de lamp
Λάμπα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λάμπα

λάμπα φθορίου, λάμπα οικονομίας, λάμπα πυρακτώσεως, λάμπα θυέλλης, λάμπα g9, λάμπα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λάμπα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λάθος στα ολλανδικά - verkeerd, vergissing, loos, onwaar, vals, defect, abuis, ...
  • λάκκος στα ολλανδικά - valkuil, steengroeve, groef, groeve, val, greppel, gracht, ...
  • λάμπω στα ολλανδικά - glanzen, glans, blinken, schijnen, lichten, schitteren, glanst, ...
  • λάμψη στα ολλανδικά - glans, gloed, gloeien, blaken, vuur, glanzen, schijnen, ...
Τυχαίες λέξεις
Λάμπα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lamp, lampje, licht, de lamp