Λεξιλόγιο στα ολλανδικά
Μετάφραση: λεξιλόγιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woordenlijst, woordenschat, vocabulaire, de woordenschat, vocabularium
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεξιλόγιο
λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης, λεξιλόγιο αγγλικών, λεξιλόγιο toeic, λεξιλόγιο γερμανικών, λεξιλόγιο αρχαίων ελληνικών, λεξιλόγιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λεξιλόγιο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λεμόνι στα ολλανδικά - citroen, lemon, citroen-, citroenbomen, citroensap
- λεξικό στα ολλανδικά - woordenboek, Dictionary, woordenlijst
- λεονταρισμοί στα ολλανδικά - bulderende, blustering, brallende
- λεονταρισμός στα ολλανδικά - bulderende, blustering, brallende
Τυχαίες λέξεις
Λεξιλόγιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: woordenlijst, woordenschat, vocabulaire, de woordenschat, vocabularium
Μεταφράσεις: woordenlijst, woordenschat, vocabulaire, de woordenschat, vocabularium