Λεξιλόγιο στα ουκρανικά
Μετάφραση: λεξιλόγιο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
словники, словник, словарь
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεξιλόγιο
λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης, λεξιλόγιο αγγλικών, λεξιλόγιο toeic, λεξιλόγιο γερμανικών, λεξιλόγιο αρχαίων ελληνικών, λεξιλόγιο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λεξιλόγιο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λεμόνι στα ουκρανικά - лемінг, лимон
- λεξικό στα ουκρανικά - словник, довідник, словарь
- λεονταρισμοί στα ουκρανικά - бравада, бурхливий, бушує, що бушує, вирує, що вирує
- λεονταρισμός στα ουκρανικά - шум, бурхливий, бушує, що бушує, вирує, що вирує
Τυχαίες λέξεις
Λεξιλόγιο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: словники, словник, словарь
Μεταφράσεις: словники, словник, словарь