Μανία στα ολλανδικά

Μετάφραση: μανία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heftigheid, razen, razernij, woede, manie, Mania, manie van, manische
Μανία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μανία

μανία καταδίωξης ορισμός, μανία καταδίωξης θεραπεια, μανία συμπτώματα, μανία καταδίωξησ συμπτώματα, μανία συνώνυμα, μανία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μανία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μαμά στα ολλανδικά - mamma, mama, mummie, mammie, moeder, mum, het Mamma van
  • μαμούδι στα ολλανδικά - kiem, zaad, zaadkiem, fout, ziektekiem, microbe, boeg, ...
  • μανίκι στα ολλανδικά - mouw, huls, mof, mouwen, koker
  • μανδύας στα ολλανδικά - jas, voorhangsel, voorhang, overgordijn, gordijn, scherm, mantel, ...
Τυχαίες λέξεις
Μανία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: heftigheid, razen, razernij, woede, manie, Mania, manie van, manische