Ξυρίζομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: ξυρίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afscheren, scheren, scheerbeurt, te scheren, scheer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξυρίζομαι
ονειροκρίτης ξυρίζομαι, ξυρίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξυρίζομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ξυπνώ στα ολλανδικά - tierig, druk, opgewekt, wakker, vief, ontwaken, kras, ...
- ξυράφι στα ολλανδικά - scheermes, scheerapparaat, razor, scheermesje, scheermesjes
- ξόρκι στα ολλανδικά - aantrekkelijkheid, tijd, poos, spellen, betovering, bezwering, bezweringsformule, ...
- ξύδι στα ολλανδικά - edik, azijn, in azijn, de azijn
Τυχαίες λέξεις
Ξυρίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afscheren, scheren, scheerbeurt, te scheren, scheer
Μεταφράσεις: afscheren, scheren, scheerbeurt, te scheren, scheer