Ξυρίζομαι στα ουγγρικά

Μετάφραση: ξυρίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
borotválás, borotválkozás, borotválja, borotválkozni, borotválja le, borotválni
Ξυρίζομαι στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξυρίζομαι

ονειροκρίτης ξυρίζομαι, ξυρίζομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ξυρίζομαι στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ξυπνώ στα ουγγρικά - ébred, ébredni, felébredjen, kelj, felébreszteni
  • ξυράφι στα ουγγρικά - borotva, borotvát, borotvaéles, borotvapenge, borotvapengével
  • ξόρκι στα ουγγρικά - váltás, varázsige, munkaszakasz, forduló, szakmány, ráolvasás, varázsigét, ...
  • ξύδι στα ουγγρικά - ecet, ecetet, ecettel, ecetes, ecetben
Τυχαίες λέξεις
Ξυρίζομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: borotválás, borotválkozás, borotválja, borotválkozni, borotválja le, borotválni