Οργίλος στα ολλανδικά

Μετάφραση: οργίλος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prikkelbaar, testy, knorrige, norse, nors
Οργίλος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οργίλος

οργίλος ετυμολογια, οργίλος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οργίλος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οργάνωση στα ολλανδικά - organisatie, ordening, de organisatie, inrichting
  • οργή στα ολλανδικά - verontwaardiging, gramschap, woede, toorn, boosheid, razen, razernij, ...
  • οργανίστας στα ολλανδικά - organist, organiste, als organist, organist van
  • οργανικός στα ολλανδικά - organisch, organiek, organische, biologische, Organic, biologisch
Τυχαίες λέξεις
Οργίλος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: prikkelbaar, testy, knorrige, norse, nors