Οργίλος στα πολωνικά

Μετάφραση: οργίλος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gniewny, drażliwy, rozdrażniony, zirytowany, wrażliwy, gniewliwy
Οργίλος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οργίλος

οργίλος ετυμολογια, οργίλος λεξικό γλώσσας πολωνικά, οργίλος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • οργάνωση στα πολωνικά - instytucja, organizowanie, zrzeszenie, organizacja, zrzeszanie, organizacji, organizacją, ...
  • οργή στα πολωνικά - natura, piorunować, temperament, zacietrzewienie, drażnić, obraza, srożyć, ...
  • οργανίστας στα πολωνικά - organista, organistą, organisty, organist, organistka
  • οργανικός στα πολωνικά - narządowy, organiczny, ekologiczny, organiczną, organiczne, organicznych, organiczna
Τυχαίες λέξεις
Οργίλος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: gniewny, drażliwy, rozdrażniony, zirytowany, wrażliwy, gniewliwy