Verplichting στα ελληνικά
Μετάφραση: verplichting, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασμοί, προσήλωση, καθήκον, υποχρέωση, δέσμευση, πίστη, αφιέρωση, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, την υποχρέωση, υποχρέωσή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kennis στα ελληνικά - γνώσεις, γνώση, γνωριμία, οικειότητα, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
- lap στα ελληνικά - μπάλωμα, κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
- schoot στα ελληνικά - αγκαλιά, γύρο, γύρου, κάτω του υπογαστρίου, γύρων
- stock στα ελληνικά - μαγαζί, παρακρατώ, βάζω, αποθηκεύω, απόθεμα, στοκ, μετοχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Verplichting στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασμοί, προσήλωση, καθήκον, υποχρέωση, δέσμευση, πίστη, αφιέρωση, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, την υποχρέωση, υποχρέωσή
Μεταφράσεις: δασμοί, προσήλωση, καθήκον, υποχρέωση, δέσμευση, πίστη, αφιέρωση, υποχρέωσης, υποχρεώσεως, την υποχρέωση, υποχρέωσή