Περίφραξη στα ολλανδικά

Μετάφραση: περίφραξη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kraal, omheining, omsluiting, bijlage, behuizing, kast
Περίφραξη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περίφραξη

περίφραξη βεράντας, περίφραξη ξύλινη, περίφραξη από ελαφρύ υλικό, περίφραξη χωραφιού, περίφραξη αγροτεμαχίου με συρματόπλεγμα, περίφραξη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, περίφραξη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • περίττωμα στα ολλανδικά - drol, drek, ontlasting, keutel, uitwerpsel, uitwerpselen, uitwerpselen van, ...
  • περίφραγμα στα ολλανδικά - kraal, omheining, omsluiting, bijlage, behuizing, kast
  • περίχωρα στα ολλανδικά - omgeving, medium, omtrek, cirkelomtrek, omstreken, buitenkant, milieu, ...
  • περαιτέρω στα ολλανδικά - verder, nader, bevorderen, verdere, meer, nadere
Τυχαίες λέξεις
Περίφραξη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kraal, omheining, omsluiting, bijlage, behuizing, kast