Προστυχαίνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: προστυχαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prostychaino
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προστυχαίνω
προστυχαίνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προστυχαίνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- προστατεύω στα ολλανδικά - kazemat, verweren, behoeden, verdedigen, beschutten, beschermen, schuilplaats, ...
- προστριβή στα ολλανδικά - wrijving, frictie, de wrijving, wrijving te
- προστυχιά στα ολλανδικά - laagte, lowness, laagheid, geringheid
- προσυπογράφω στα ολλανδικά - mede-ondertekening, contrasigneren, medeondertekenen, te contrasigneren, mede te ondertekenen
Τυχαίες λέξεις
Προστυχαίνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: prostychaino
Μεταφράσεις: prostychaino