Προστυχαίνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προστυχαίνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
morte, rebaixar, prostychaino
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προστυχαίνω
προστυχαίνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προστυχαίνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προστατεύω στα πορτογαλικά - prosperidade, escudo, cobrir, abrigos, defenda, resguardar, defender, ...
- προστριβή στα πορτογαλικά - afligir, fricção, desafinar, atrito, de atrito, de fricção, o atrito
- προστυχιά στα πορτογαλικά - baixeza, lowness, inferioridade, humildade, vileza
- προσυπογράφω στα πορτογαλικά - rubricar, assinar, referendar, apor, também assinar
Τυχαίες λέξεις
Προστυχαίνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: morte, rebaixar, prostychaino
Μεταφράσεις: morte, rebaixar, prostychaino