Πρώην στα ολλανδικά

Μετάφραση: πρώην, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verleden, gewezen, voorafgaand, voormalig, voorgaand, ex-, vroegere, vroeger, voormalige, eerste
Πρώην στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρώην

πρώην πασόκοι σατανιστές, πρώην αεροδρόμιο ελληνικού, πρώην ονειροκρίτης, πρώην σχολή ευελπίδων διεύθυνση, πρώην αμερικάνικη βάση ελληνικού, πρώην λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πρώην στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πρόωρος στα ολλανδικά - voorbarig, vroeg, vroegtijdig, vroege, begin, begin van
  • πρύμνη στα ολλανδικά - kont, hard, bips, streng, achterste, zitvlak, achtersteven, ...
  • πρώιμος στα ολλανδικά - vroegtijdig, vroeg, pril, vroege, begin, begin van
  • πρώτος στα ολλανδικά - aanvang, kapitaal, begin, aanhef, eerste, primair, ontstaan, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρώην στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verleden, gewezen, voorafgaand, voormalig, voorgaand, ex-, vroegere, vroeger, voormalige, eerste