Ρητός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ρητός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitdrukkelijk, duidelijk, expliciete, expliciet, uitdrukkelijke
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρητός
ρητός και άρρητος, ρητός ετυμολογία, ρητώς στα αγγλικά, ρητός σημαίνει, ρητός αριθμός, ρητός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρητός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ρητά στα ολλανδικά - uitdrukkelijk, expliciet, nadrukkelijk, duidelijk
- ρητό στα ολλανδικά - gezegde, het zeggen, zeggen, zeggende, te zeggen
- ρητώς στα ολλανδικά - uitdrukkelijk, expliciet, nadrukkelijk, uitdrukkelijke, uitdrukkelijk is
- ρηχός στα ολλανδικά - oppervlakkig, ondiep, licht, ondiepe
Τυχαίες λέξεις
Ρητός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitdrukkelijk, duidelijk, expliciete, expliciet, uitdrukkelijke
Μεταφράσεις: uitdrukkelijk, duidelijk, expliciete, expliciet, uitdrukkelijke