Στιγμιαίος στα ολλανδικά

Μετάφραση: στιγμιαίος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ogenblik, moment, tijdstip, tel, oogwenk, wip, ogenblikkelijk, onmiddellijk, momentane, onmiddellijke, ogenblikkelijke
Στιγμιαίος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στιγμιαίος

στιγμιαίος πόνος στο κεφάλι, στιγμιαίος μέλλοντας παθητική φωνή, στιγμιαίος άξονας περιστροφής, στιγμιαίος καφές douwe egberts, στιγμιαίος espresso, στιγμιαίος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στιγμιαίος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στιγμή στα ολλανδικά - moment, ogenblik, oogwenk, tel, wip, tijdstip, schip, ...
  • στιγματίζω στα ολλανδικά - zwaard, degen, brandmerk, stigmatiseren, brandmerken, te stigmatiseren, stigmatisering, ...
  • στιγμιότυπο στα ολλανδικά - momentopname, snapshot, foto
  • στιλβώνω στα ολλανδικά - schoensmeer, pools, schoencrème, polijsten, Pools, poetsen, poetsmiddel, ...
Τυχαίες λέξεις
Στιγμιαίος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ogenblik, moment, tijdstip, tel, oogwenk, wip, ogenblikkelijk, onmiddellijk, momentane, onmiddellijke, ogenblikkelijke