Στιγμιαίος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: στιγμιαίος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
моментален, моментално, проточни, моментална, инстант
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στιγμιαίος
στιγμιαίος πόνος στο κεφάλι, στιγμιαίος μέλλοντας παθητική φωνή, στιγμιαίος άξονας περιστροφής, στιγμιαίος καφές douwe egberts, στιγμιαίος espresso, στιγμιαίος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στιγμιαίος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στιγμή στα σλαβομακεδονικά - моментов, момент, моментот, миг, моментот кога
- στιγματίζω στα σλαβομακεδονικά - прекоруваш, стигматизира, жигоса, стигматизација, стигматизација на
- στιγμιότυπο στα σλαβομακεδονικά - слика, снимка, краток преглед, слика за
- στιλβώνω στα σλαβομακεδονικά - полски, полскиот, лак, полирање, полската
Τυχαίες λέξεις
Στιγμιαίος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: моментален, моментално, проточни, моментална, инстант
Μεταφράσεις: моментален, моментално, проточни, моментална, инстант