Στιγμιαίος στα ουκρανικά
Μετάφραση: στιγμιαίος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невідкладність, миттєвий, миттєву, миттєва, миттєве
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στιγμιαίος
στιγμιαίος πόνος στο κεφάλι, στιγμιαίος μέλλοντας παθητική φωνή, στιγμιαίος άξονας περιστροφής, στιγμιαίος καφές douwe egberts, στιγμιαίος espresso, στιγμιαίος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στιγμιαίος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στιγμή στα ουκρανικά - матуся, матінка, мама, невідкладність, момент, час, зараз, ...
- στιγματίζω στα ουκρανικά - клеймо, смолоскип, меч, ґатунок, клеймити, факел, таврувати, ...
- στιγμιότυπο στα ουκρανικά - виділення, освітлювати, висвітлити, підсвічення, знімок, зображення, фотографію
- στιλβώνω στα ουκρανικά - поліомієліт, польський, польська, польську, польське, польського
Τυχαίες λέξεις
Στιγμιαίος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: невідкладність, миттєвий, миттєву, миттєва, миттєве
Μεταφράσεις: невідкладність, миттєвий, миттєву, миттєва, миттєве