Στιγμιαίος στα ουγγρικά
Μετάφραση: στιγμιαίος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
azonnali, pillanatnyi, a pillanatnyi, pillanatkioldású, átfolyós
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στιγμιαίος
στιγμιαίος πόνος στο κεφάλι, στιγμιαίος μέλλοντας παθητική φωνή, στιγμιαίος άξονας περιστροφής, στιγμιαίος καφές douwe egberts, στιγμιαίος espresso, στιγμιαίος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, στιγμιαίος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- στιγμή στα ουγγρικά - azonnali, pillanat, pillanatban, pillanatra, pillanatig, a pillanatban
- στιγματίζω στα ουγγρικά - üszök, kard, megbélyegez, megjelöl, bélyegezhetik meg, stigmatizálja, megbélyegezheti
- στιγμιότυπο στα ουγγρικά - snapshot, pillanatfelvétel, pillanatkép, pillanatfelvételt, pillanatképet
- στιλβώνω στα ουγγρικά - lengyel, polish, a lengyel, fényező, lakk
Τυχαίες λέξεις
Στιγμιαίος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: azonnali, pillanatnyi, a pillanatnyi, pillanatkioldású, átfolyós
Μεταφράσεις: azonnali, pillanatnyi, a pillanatnyi, pillanatkioldású, átfolyós