Συγχέω στα ολλανδικά

Μετάφραση: συγχέω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
warboel, rommel, snafu, minpunt
Συγχέω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγχέω

συγχέω ουσιαστικό, συγχέω συνώνυμο, συγχέω ετυμολογία, συγχέω τι σημαινει, συγχέω συνωνυμο, συγχέω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συγχέω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συγυρίζω στα ολλανδικά - ordelijk, opruimen, netjes, ruimen, te ruimen, opruimen van
  • συγυρισμένος στα ολλανδικά - ordelijk, keurig, netjes, nette, keurige, halsband
  • συγχαίρω στα ολλανδικά - gelukwensen, feliciteren, gefeliciteerd, felicitaties, Gefeliciteerd met
  • συγχορδία στα ολλανδικά - overeenstemming, samenklank, akkoord, snaar, koorde, accoord, akkoorden
Τυχαίες λέξεις
Συγχέω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: warboel, rommel, snafu, minpunt