Συμβατικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: συμβατικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
conventioneel, conventionele, gebruikelijke, traditionele, de conventionele
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβατικός
συμβατικός μισθός, συμβατικός συνώνυμα, συμβατικός ορισμός, συμβατικός στα αγγλικά, συμβατικόσ συμψηφισμόσ, συμβατικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμβατικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συμβαίνω στα ολλανδικά - toegaan, gebeuren, gebeurt, toevallig, voorkomen, overkomen
- συμβαλλόμενος στα ολλανδικά - leden, stem, gevolg, partij, aanhang, aanbestedende, contracterende, ...
- συμβατός στα ολλανδικά - congruent, verenigbaar, compatibel, compatibele, compatibel is, verenigbaar is
- συμβιβάζω στα ολλανδικά - compromis, verzoenen, te verzoenen, combineren, elkaar te verzoenen, verenigen
Τυχαίες λέξεις
Συμβατικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: conventioneel, conventionele, gebruikelijke, traditionele, de conventionele
Μεταφράσεις: conventioneel, conventionele, gebruikelijke, traditionele, de conventionele