Συμβατικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συμβατικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
convencional, convencionais, convencional de, tradicional
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμβατικός
συμβατικός μισθός, συμβατικός συνώνυμα, συμβατικός ορισμός, συμβατικός στα αγγλικά, συμβατικόσ συμψηφισμόσ, συμβατικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμβατικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συμβαίνω στα πορτογαλικά - acontecer, ocorra, ocupar, advir, ocorrer, vir, haver, ...
- συμβαλλόμενος στα πορτογαλικά - partida, bandeira, perdiz, partido, facção, contratante, adjudicante, ...
- συμβατός στα πορτογαλικά - compatível, compatíveis, compatível com, compatibilidade, compatíveis com
- συμβιβάζω στα πορτογαλικά - compromisso, reconciliar, retribuir, comprometer, conciliar, conciliação, conciliar a, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμβατικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: convencional, convencionais, convencional de, tradicional
Μεταφράσεις: convencional, convencionais, convencional de, tradicional