Ταλαντεύομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: ταλαντεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwieren, slingeren, zwaaien, zwiepen, schommel, bal, schiet
Ταλαντεύομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταλαντεύομαι

ταλαντεύομαι συνώνυμα, ταλαντεύομαι συνώνυμο, ταλαντεύομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ταλαντεύομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ταλαιπωρώ στα ολλανδικά - beproeven, bedroeven, ongemak, ongemakken, pijn, onbehagen, hinder
  • ταλαντευόμενος στα ολλανδικά - wiebelend, wiebelig, wiebelende, wankele, wankel
  • ταλαντούχος στα ολλανδικά - getalenteerd, talentvol, begaafd, getalenteerde, talentvolle
  • ταλαντώνομαι στα ολλανδικά - schommelen, slingeren, oscilleren, oscilleert, schommelt, trilt
Τυχαίες λέξεις
Ταλαντεύομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zwieren, slingeren, zwaaien, zwiepen, schommel, bal, schiet