Ταλαντεύομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ταλαντεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
troca, balanço, totalizar, vacilar, balançar, balanço do, do balanço, andamento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταλαντεύομαι
ταλαντεύομαι συνώνυμα, ταλαντεύομαι συνώνυμο, ταλαντεύομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ταλαντεύομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ταλαιπωρώ στα πορτογαλικά - desconsolar, afligir, desconforto, o desconforto, incómodo, discomfort, incômodo
- ταλαντευόμενος στα πορτογαλικά - vacilante, desiquilibrado, trémulo, bambas, wobbly
- ταλαντούχος στα πορτογαλικά - talentoso, talentosa, talentosos, talento, talented
- ταλαντώνομαι στα πορτογαλικά - oscile, origine, originar, oscilar, oscila, flutua
Τυχαίες λέξεις
Ταλαντεύομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: troca, balanço, totalizar, vacilar, balançar, balanço do, do balanço, andamento
Μεταφράσεις: troca, balanço, totalizar, vacilar, balançar, balanço do, do balanço, andamento