Υποκαθιστώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: υποκαθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inboeten, vervanging, substituut, plaatsvervanger, vervangende, vervanger
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποκαθιστώ
αποκαθιστώ ετυμολογία, αποκαθιστώ συνώνυμο, υποκαθιστώ αντικαθιστώ, υποκαθιστώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποκαθιστώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υποθετικός στα ολλανδικά - nieuwsgierig, benieuwd, weetgierig, hypothetisch, hYPOTHETISCH VAN AARD, hypothetische, hypothetische aard, ...
- υποθηκεύω στα ολλανδικά - hypotheek, hypothecaire, hypothecair, hypotheken, hypotheekrente
- υποκατάστημα στα ολλανδικά - afdeling, tak, aftakking, depot, filiaal, bijkantoor, branche
- υποκείμενο στα ολλανδικά - staatsburger, thema, subject, discipline, apropos, stof, tucht, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποκαθιστώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inboeten, vervanging, substituut, plaatsvervanger, vervangende, vervanger
Μεταφράσεις: inboeten, vervanging, substituut, plaatsvervanger, vervangende, vervanger