Υποκινητής στα ολλανδικά

Μετάφραση: υποκινητής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
medeplichtige, mededader, verhuizer, mover, beweger, krachtwerktuig, drijfveer
Υποκινητής στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποκινητής

υποκινητής συνώνυμο, υποκινητής γονιδίου, υποκινητής συνώνυμα, ο υποκινητής, υποκινητής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποκινητής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υποκειμενικός στα ολλανδικά - subjectief, persoonlijke, subjectieve
  • υποκειμενικότητα στα ολλανδικά - subjectiviteit, de subjectiviteit, subjectieve, subjectiviteit van
  • υποκινώ στα ολλανδικά - nauwgezet, prompt, onmiddellijk, accuraat, nauwkeurig, opruien, Abet, ...
  • υποκοριστικός στα ολλανδικά - min, minuscuul, luttel, karig, gering, klein, ypokoristikos
Τυχαίες λέξεις
Υποκινητής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: medeplichtige, mededader, verhuizer, mover, beweger, krachtwerktuig, drijfveer