Φορέας στα ολλανδικά
Μετάφραση: φορέας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drager, vervoerder, postbode, brievenbesteller, carrier, luchtvaartmaatschappij, maatschappij
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορέας
φορέας διαχείρισης πάρνωνα, φορέας διαχείρισης ροδόπης, φορέας διαχείρισης εθνικού δρυμού ολύμπου, φορέας διαχείρισης βιστωνίδας, φορέας διαχείρισης κερκίνης, φορέας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φορέας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φορά στα ολλανδικά - poos, keer, maal, tijd, moment, de tijd, keer dat
- φοράδα στα ολλανδικά - merrie, Mare
- φορητός στα ολλανδικά - draagbaar, portable, draagbare, Bijkomend, mobiele
- φορολογούμενος στα ολλανδικά - belastingbetaler, belastingplichtige, belastingbetalers, de belastingbetaler, belastingplichtigen
Τυχαίες λέξεις
Φορέας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: drager, vervoerder, postbode, brievenbesteller, carrier, luchtvaartmaatschappij, maatschappij
Μεταφράσεις: drager, vervoerder, postbode, brievenbesteller, carrier, luchtvaartmaatschappij, maatschappij