Χαζεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: χαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
treuzelen, treuzel, leuteren, gebeuzel, talmen
Χαζεύω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χαζεύω

αντύπας χαζεύω, χαζεύω συνώνυμα, χαζεύω μετάφραση, χαζεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χαζεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χαίρω στα ολλανδικά - genieten, verheugen, zich verheugen, verblijden, verheug, verblijd
  • χαίτη στα ολλανδικά - manen, mane, de manen, haren, manen van
  • χαζός στα ολλανδικά - flauw, stomp, malloot, sufferd, bespottelijk, domoor, dof, ...
  • χαιρεκακία στα ολλανδικά - wrede blik, wellustige blik, verkneukelen, glunderen, leedvermaak
Τυχαίες λέξεις
Χαζεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: treuzelen, treuzel, leuteren, gebeuzel, talmen