Χαζεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: χαζεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
соня, байдикувати, ледарювати, байдикуватимуть, бездельничать, байдикуватиме
Χαζεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χαζεύω

αντύπας χαζεύω, χαζεύω συνώνυμα, χαζεύω μετάφραση, χαζεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, χαζεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • χαίρω στα ουκρανικά - користуватись, користати, володіти, користатися, радіти, радуватися, тішитися, ...
  • χαίτη στα ουκρανικά - мандрил, грива
  • χαζός στα ουκρανικά - обманювати, онімілий, німою, дурний, безсловесний, обдурювати, недоумкуватий, ...
  • χαιρεκακία στα ουκρανικά - несправність, відмовляти, зловтішатися, злорадіти, зловтішатись
Τυχαίες λέξεις
Χαζεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: соня, байдикувати, ледарювати, байдикуватимуть, бездельничать, байдикуватиме