Χασμουριέμαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: χασμουριέμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gapen, geeuw, gaap, gape, gaping
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χασμουριέμαι
χασμουριέμαι συνέχεια, γιατί χασμουριέμαι, χασμουριέμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χασμουριέμαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χασάπης στα ολλανδικά - slachten, slager, slachter, vleeshouwer, afslachten, Butcher, slagerij, ...
- χασμουρητό στα ολλανδικά - gapen, geeuw, geeuwen, gaap, geeuw van
- χασμωδία στα ολλανδικά - hiaat, hiatus, onderbreking, pauze, leemte
- χαστουκίζω στα ολλανδικά - smakken, heroïne, sterke slag, Biff, dreun, geklap en, geklap
Τυχαίες λέξεις
Χασμουριέμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gapen, geeuw, gaap, gape, gaping
Μεταφράσεις: gapen, geeuw, gaap, gape, gaping