Απαγωγέας στα ουγγρικά
Μετάφραση: απαγωγέας, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
emberrabló, abductor, lányrabló
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαγωγέας
απαγωγέασ υπέρτασησ, απαγωγέας λεξικό γλώσσας ουγγρικά, απαγωγέας στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- απαγορεύω στα ουγγρικά - megtiltás, tilt, tiltják, ments, megtiltják, megtilthatja
- απαγχονίζω στα ουγγρικά - átboltozás, lelassulás, lassulás, akasztófa, Gibbet, bitófát, gémes, ...
- απαγωγή στα ουγγρικά - emberrablás, elrablását, jogellenes elvitele, az emberrablás, elrablás
- απαγόρευση στα ουγγρικά - szesztilalom, megtiltás, tilalom, tilalmat, tilalma, tilalmát, tilalmának
Τυχαίες λέξεις
Απαγωγέας στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: emberrabló, abductor, lányrabló
Μεταφράσεις: emberrabló, abductor, lányrabló