Απαγωγέας στα ουκρανικά
Μετάφραση: απαγωγέας, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викрадати, викрасти, красти, викрадач, викрадача, украв
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαγωγέας
απαγωγέασ υπέρτασησ, απαγωγέας λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απαγωγέας στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- απαγορεύω στα ουκρανικά - заборонений, заборона, клятьба, проклін, прокляття, забороняти, заборонити
- απαγχονίζω στα ουκρανικά - спускатися, висіти, вішати, спускатись, повісити, шибениця, шибеницю
- απαγωγή στα ουκρανικά - викрадач-шантажисти, викрадення, викрадання
- απαγόρευση στα ουκρανικά - прокляття, клятьба, проклін, заборона, заборонити, заборону
Τυχαίες λέξεις
Απαγωγέας στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: викрадати, викрасти, красти, викрадач, викрадача, украв
Μεταφράσεις: викрадати, викрасти, красти, викрадач, викрадача, украв