Απαγωγέας στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απαγωγέας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abdutor, raptor, seqüestrador, sequestrador, abdutora
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαγωγέας
απαγωγέασ υπέρτασησ, απαγωγέας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απαγωγέας στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απαγορεύω στα πορτογαλικά - proibir, proíba, pelos, proibições, ao, progresso, pelo, ...
- απαγχονίζω στα πορτογαλικά - cair, dependurar, pendurar, acessível, forca, gibbet, patíbulo, ...
- απαγωγή στα πορτογαλικά - abdução, rapto, sequestro, seqüestro, abducção
- απαγόρευση στα πορτογαλικά - proibições, banimento, proibir, proibição, proibição de, interdição
Τυχαίες λέξεις
Απαγωγέας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abdutor, raptor, seqüestrador, sequestrador, abdutora
Μεταφράσεις: abdutor, raptor, seqüestrador, sequestrador, abdutora