Εμβροντησία στα ουγγρικά
Μετάφραση: εμβροντησία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meglepetés, eszméletlenség, kábulat, stupor, kábultság, kábulatban, megdermednek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβροντησία
κατατονική εμβροντησία, καταθλιπτική εμβροντησία, εμβροντησία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εμβροντησία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εμβολιάζω στα ουγγρικά - megrögződik, ingrain, bevés, beleivódik, tudatosítása
- εμβολιασμός στα ουγγρικά - oltás, vakcinázás, oltási, védőoltás, oltást
- εμβρόντητος στα ουγγρικά - holtrészeg, elnémult, megnémult, megdöbbentette, döbbenten, megdöbbent, elkábított, ...
- εμβόλιο στα ουγγρικά - vakcina, vakcinát, oltóanyag, vakcinával, vakcinában
Τυχαίες λέξεις
Εμβροντησία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: meglepetés, eszméletlenség, kábulat, stupor, kábultság, kábulatban, megdermednek
Μεταφράσεις: meglepetés, eszméletlenség, kábulat, stupor, kábultság, kábulatban, megdermednek