Εμβροντησία στα τούρκικα
Μετάφραση: εμβροντησία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sersemlik, stupor, uyuşukluk, sersemlik görülebilir, sersemleme
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβροντησία
κατατονική εμβροντησία, καταθλιπτική εμβροντησία, εμβροντησία λεξικό γλώσσας τούρκικα, εμβροντησία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εμβολιάζω στα τούρκικα - kökleştirmek, ingrain, ham iken boyamak, içine işletmek, benimsetmek
- εμβολιασμός στα τούρκικα - aşılama, aşı, aşısı, aşılaması, aşılanma
- εμβρόντητος στα τούρκικα - hayrete, hayrete düşürdü, şaşırdı, şaşkına, sersem
- εμβόλιο στα τούρκικα - aşı, aşısı, aşının, bir aşı, aşısının
Τυχαίες λέξεις
Εμβροντησία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sersemlik, stupor, uyuşukluk, sersemlik görülebilir, sersemleme
Μεταφράσεις: sersemlik, stupor, uyuşukluk, sersemlik görülebilir, sersemleme