Ιεροκήρυκας στα ουγγρικά
Μετάφραση: ιεροκήρυκας, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
prédikátor, Preacher, lelkész, prédikátort
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιεροκήρυκας
ιεροκήρυκας παναγόπουλος, ο ιεροκήρυκασ, ιεροκήρυκας λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ιεροκήρυκας στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ιερατείο στα ουγγρικά - klérus, papság, papsági, papságot, a papsági, papsága
- ιεροεξεταστής στα ουγγρικά - inkvizítor, vizsgálóbíró, Inkvizítor, Inquisitor, inkvizítort, inkvizitor
- ιερόδουλη στα ουγγρικά - örömlány, prostituált, prostituáltat, prostituáltként, prostituáltnak
- ιερός στα ουγγρικά - szentséges, szentelt, megszentelt, szent, szakrális, a szent, egyházi
Τυχαίες λέξεις
Ιεροκήρυκας στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: prédikátor, Preacher, lelkész, prédikátort
Μεταφράσεις: prédikátor, Preacher, lelkész, prédikátort