Ιερότητα στα ουγγρικά
Μετάφραση: ιερότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szenteltség, szentségét, szentsége, szakralitás, szentségére
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερότητα
ιερότητα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ιερότητα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ιερόδουλη στα ουγγρικά - örömlány, prostituált, prostituáltat, prostituáltként, prostituáltnak
- ιερός στα ουγγρικά - szentséges, szentelt, megszentelt, szent, szakrális, a szent, egyházi
- ιθαγένεια στα ουγγρικά - állampolgárság, polgárság, állampolgárságot, állampolgári, polgárságot
- ιθαγενής στα ουγγρικά - bennszülött, őshonos, belföldi, őslakos, hazai
Τυχαίες λέξεις
Ιερότητα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szenteltség, szentségét, szentsége, szakralitás, szentségére
Μεταφράσεις: szenteltség, szentségét, szentsége, szakralitás, szentségére