Σιτίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: σιτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
díjazott, takarmány, Fed, táplált, etetett, a Fed, etetni
Σιτίζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σιτίζω

σιτίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σιτίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • σιδερώνω στα ουγγρικά - vasaló, vas, mángorló, mangle, mángorlót, csonkolódnak, mángorlóban
  • σιδηρόδρομος στα ουγγρικά - vasút, pályaudvar, vasúti, railroad, vasútvonal
  • σιχαίνομαι στα ουγγρικά - utál, gyűlöl, gyűlölik, ki nem állhat, utálja
  • σιωπή στα ουγγρικά - titoktartás, némaság, adásszünet, hallgatás, feledés, csend, csendet, ...
Τυχαίες λέξεις
Σιτίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: díjazott, takarmány, Fed, táplált, etetett, a Fed, etetni